μιμηλοῖσιν

μιμηλοῖσιν
μῑμηλοῖσιν , μιμηλός
imitative
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφεδρήσσω — ἐφεδρήσσω (ΑΜ) [εφέδρα] (ποιητ. τ. τού ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.) 2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”